αλλαντοποιός

αλλαντοποιός
ο колбасник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλλαντοποιός" в других словарях:

  • αλλαντοποιός — ο (Α ἀλλαντοποιός) παρασκευαστής αλλαντικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία] …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοποιός — ο αυτός που φτιάχνει αλλαντικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλαντοποιοῦ — ἀλλαντοποιός maker of sausages masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαντοποιόν — ἀλλαντοποιός maker of sausages masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • αλλάς — ἀλλᾶς ( ᾶντος), ο (Α) 1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι 2. πληθ. οι αλλάντες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοποιία — η [αλλαντοποιός] 1. παρασκευή αλλαντικών* 2. βιομηχανία αλλαντικών …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοποιείο — το [αλλαντοποιός] εργοστάσιο ή εργαστήριο αλλαντοποιίας …   Dictionary of Greek

  • βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + ποιός < ποιώ ( έω) (πρβλ. αλλαντοποιός, ζυθοποιός, οινοποιός κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»